μυθικούς

μυθικούς
μῡθικούς , μυθικός
mythic
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυκηνών — Από τη δεκαετία του 1960, όταν τις ανασκαφές στις Μυκήνες διεξήγε ο Γεώργιος Μυλωνάς, υπήρχε η σκέψη για την ίδρυση μουσείου που θα στέγαζε τα πολύτιμα ευρήματα της μυκηναϊκής ακρόπολης και των βασιλικών τάφων στον τόπο όπου βρέθηκαν. Τα ευρήματα …   Dictionary of Greek

  • Τίρυνθα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας. Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα… …   Dictionary of Greek

  • HYMNUS — I. HYMNUS Graece ὕμνος, Latinis quoque celebratio, carmen proprie in Numinis laudes compositum est. Cuius maiestatem cum in plures spargerent Gentilium Theologi, Orpheus, Linus, Musaeus, pro iis officiis, quae unum in uno sunt a nobis cognita;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκέφαλος — η, ο 1. (για μυθικούς θεούς ή τέρατα) α) αυτός που έχει διαφορετικό κεφάλι από αυτό που φυσιολογικά έπρεπε να έχει β) αυτός που έχει δύο ανόμοια κεφάλια 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετεροκέφαλος τρωκτικό τής οικογένειας βαθυεργίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * …   Dictionary of Greek

  • ιστορικός — ή, ό (ΑΜ ἱστορικός, ή, όν) [ιστορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός μελετητής τής ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”